ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ – 2/12/1991 – 2/12/1992: Ένας χρόνος αγιότητας.
Όσοι τον γνώρισαν προσωπικά, θυμούνται πάντα τη στιγμή που έμαθαν ότι ο Άγιος Πορφύριος άφησε για πάντα τον κόσμο των αγωνιστών και πέρασε στον αιώνιο κόσμο των νικητών.
1991: ο Γέροντας κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα στον πολυαγαπημένο τόπο της μετάνοιάς του. Αλλά η είδηση έφτασε στην Αθήνα δύο μέρες αργότερα, όταν όλα –όπως πιστεύαμε- είχαν τελειώσει.
Μαζί με την είδηση του επίγειου τέλους όμως, όσοι δεν είχαμε καταλάβει από πρίν την δύναμη που είχε αξιωθεί να φέρει αυτός ο γλυκός άνθρωπος με το φωτεινό πρόσωπο και την παιδιάστικη στοργή, λάβαμε και τα πρώτα μηνύματα, δηλαδή μια εσωτερική βασανιστική φωνή που ξεκινούσε από την καρδία και αγκάλιαζε όλο το είναι μας. Ψιθύριζε, ότι μόλις είχε κοιμηθεί ένας άγιος άνθρωπος, που εμείς δεν είχαμε αποδεχτεί. Με την είδηση της κοίμησής του, όλες μας οι αντιστάσεις που είχαμε προβάλλει, όσο ο Γέροντας ήταν γήινος, κατέρρευσαν. Όσοι τον είχαν αποδεχτεί, χωρίς αναστολές και αμφιβολίες, ένοιωσαν ξαφνικά να ορφάνεψαν. Σαν τους μαθητές του Ευαγγελίου, κούρνιασαν όλοι μαζί και έκλαψαν για τον αποχωρισμό, όπως κλαίνε τα αδέρφια αγκαλιασμένα μπροστά στην απώλεια ενός γονιού. Όσοι όμως τον είχαμε αμφισβητήσει, νοιώσαμε ξαφνικά χειρότερα από ορφανοί. Σαν τον Πέτρο, δεν κλαίγαμε μόνο για τον αποχωρισμό, αλλά και κάτω από το βάρος της άρνησής μας, που ο θάνατος είχε κάνει δυσβάστακτο. Εμείς κουρνιάσαμε ολομόναχοι και τρομαγμένοι, γιατί δεν είχαμε δεχτεί τον τίτλο του πνευματικού παιδιού που με τόση στοργή μας είχε προσφέρει. Και έτσι δεν αναγνωρίζαμε τα πνευματικά αδέλφια μας, εκείνο το Δεκεμβριάτικο πρωινό. Μόνοι από επιλογή, τρομαγμένοι από τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Και πλανεμένα βέβαιοι ότι εκτός από έναν φωτεινό Γέροντα, είχαμε αρνηθεί και την ανεκτίμητη κληρονομιά του. Πώς άραγε να αποδεχτώ έναν νεκρό άγιο όταν τον έχω αμφισβητήσει όσο ζούσε? Αυτό που δεν καταλαβαίναμε και ακόμα ο νους μας δεν το χωράει, είναι ότι για τον άγιο, ο θάνατος δεν λειτουργεί ως εμπόδιο για να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, αλλά ως μέσο για να γκρεμίσει τα εμπόδια. Αυτό που δεν καταλαβαίναμε και ακόμα ο νούς μας δεν το χωράει, είναι ότι στις 2 Δεκεμβρίου 1991, η κοίμηση του Γέροντα σκότωσε τις αμφιβολίες μας. Η άρνησή μας, πέθανε εκείνο το Δεκεμβριάτικο πρωινό και έτσι άρχισε να χτίζεται η σχέση μας με τον Άγιο Πορφύριο κομμάτι-κομμάτι.
Στην αρχή αισθανόμαστε την ανάγκη να κάνουμε αναφορά στο όνομά του κάπως δειλά, ψιθυριστά, συνεσταλμένα, ένα δειλό «Γέροντα βοήθα με» που μετά βίας ακουγόταν και που πάντα συνοδευόταν από ένα δυνατό καρδιοχτύπι και από τον βασανιστικό αντίλογο της ενοχής: «τώρα τον θυμήθηκες? Όσο ζούσε γιατί δεν ήθελες να τον δείς?» Μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο, η βοήθεια που δεχόμαστε αναπάντεχα, κάθε μα κάθε φορά που τον παρακαλούσαμε, αποδυνάμωνε την φωνή της ενοχής και ενίσχυε την φωνή της ικεσίας. Λές κι απαλλαγμένος από το γήινο ρούχο του ο Γέροντας, έτρεχε να σώσει κάθε άσωτη ψυχή, να δαμάσει κάθε πνευματικό αγρίμι. Από τις 2 Δεκεμβρίου 1991 και έως σήμερα, κάθε χρόνος που περνά είναι ένας χρόνος αγιότητας για εκείνον, ένας ακόμα χρόνος ελπίδας για μας. Στον Γέροντα πρωτομίλησα όταν ήμουν ακόμα παιδί , αλλά τον γνώρισα στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Και γνωρίζοντάς τον, ήταν αδύνατον πιά να μην τον αποδεχτώ. Γιατί η κληρονομιά που άφησε, δεν χωρούσε άλλη αμφισβήτηση. Η δυναμική παρουσία του στη ζωή μου, όταν και όποτε τον προσκαλέσω, δεν μου αφήνει περιθώρια για αβεβαιότητα και άρνηση. Ανήκω σε μια πολύ ιδιαίτερη ομάδα της μεγάλης οικογένειας του Αγίου Πορφυρίου. Δεν ανήκω ούτε σε εκείνους μου με πίστη αφέθηκαν στην στοργή του, αλλά ούτε και σε εκείνους που τον ανακάλυψαν χωρίς να τον γνωρίσουν ποτέ. Δυστυχώς για μένα, ανήκω στην ντροπιαστική μερίδα εκείνων που όταν τον είχαν δεν τον πίστεψαν και όταν τον έχασαν ντράπηκαν να τον αναζητήσουν.
Ευτυχώς για μένα, ο Άγιος Πορφύριος σεβάστηκε την απιστία μου. Και πολέμησε την ντροπή μου. Έδωσε εκείνος την μάχη για μένα και με αναζήτησε. Και ως Άγιος με βρήκε. Και το σημαντικότερο: με βρίσκει πάντα, όπου κι αν είμαι. Όποτε κι αν χάσω το δρόμο μου. Αρκεί ένα γενναίο «Γέροντα βοήθα με» χωρίς αμφιβολία.
Και είναι εκεί, τόσο ζωντανός, τόσο αληθινός , τόσο στοργικός, όσο ο Άγιος.
Leave a Reply