Συνάντησα το Θεό… και με λυπήθηκε

Σήμερα έχει γενέθλια ο γιος μου, κλείνει τον πρωτο του χρόνο. Τέλη Ιουλίου τον βαφτίζουμε.Σαν πέρισυ και λίγες μέρες πιο πρίν, βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη όπου ζω, με τη γυναίκα μου ετοιμόγεννη.  Είχε άσχημη κύηση, ήταν το πρώτο μας παιδί, ήμασταν πολύ φοβισμένοι.
Ξαφνικά βαράει τηλέφωνο από Εύβοια.
Ο πατέρας μου.  Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου! Τον πάνε επειγόντως στην Αθήνα.
“Μην το συζητάς, φύγε τώρα, έχω…  τους δικούς μου” μου είπε η γυναίκα μου και εκείνη τη στιγμή την αγάπησα όσο ποτέ άλλοτε. Και να’μαι στην Αθήνα.  Τα πράγματα  πολύ  άσχημα.  Και εγώ κλαίγοντας με ένα κινητό στο χέρι, για τον ένα Κώστα –τον πατέρα μου- που φεύγει και για τον άλλον –τον γιό μου- που έρχεται χωρίς εμένα. Ο πατέρας μου να χάνεται και η πεθερά μου να με καθησυχάζει πως ο τοκετός είναι φυσιολογικός. Όμως, δεν ήταν έτσι. Παραλίγο να χάσω και τη γυναίκα μου εκείνη τη μέρα. Είχε ακατάσχετη αιμορραγία και για αρκετές ώρες, η ζωή της κρεμόταν από μία κλωστή.
Και ξαφνικά…  ανάκαμψη! Ο πατέρας μου αρχίζει να σταθεροποιείται.

Είμαι τρεις ημέρες στην Αθήνα, άυπνος.  Τι να κάνω;  Να μείνω; να φύγω;  Γιατί η γυναίκα μου δε μου μιλάει στο τηλέφωνο; (Ηταν υπό την επήρεια μορφίνης και δεν το ήξερα.  Απαγορεύονται τα κινητά έλεγε η πεθερά μου. Δεν είχα ξανακούσει σε μαιευτήριο να μη μιλάει η λεχώνα στο κινητό. Τρελάθηκα. Κάτι πάθανε σκεπτόμουνα, αυτή η το παιδί και με κοροιδευουν.  Ήμουν σίγουρος).

Έφυγα σφαίρα για Θεσσαλονίκη, άγρυπνος, με το κινητό στο χέρι. “Ολα καλά”, μου λέγανε και από τις δύο πλευρές, αλλά  δεν πίστευα κανέναν. ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ; ΠΕΘΑΝΑΝ; μόνο αυτό είχα στο μυαλό μου.

Και φυσικά, στο δρόμο  τράκαρα.  Έπεσα πάνω σε μια μλε BMW, που οδηγούσε ένας παππούς. Ευτυχώς δε χτύπησε,  αλλά  το αμάξι του σαραβαλιάστηκε.  Και τότε με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου. Αρχισα να κλαίω με λυγμούς,  «Πάρε τα πάντα του είπα, ταυτότητες, ασφάλειες, ό,τι θες, μόνο να μην αργήσω, πρέπει να πάω αμέσως στη Θεσσαλονίκη. ΣΕ ΙΚΕΤΕΥΩ».

Δεν έχω συναντήσει πιο άγιο άνθρωπο, ποτέ μου. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και με άφησε να φύγω. «Πήγαινε αγόρι μου στους δικούς σου και τα χαλάσματα φτιάχνονται», μου είπε  και συνέχισε: «Ο Θεός είναι Μεγάλος. Εσείς οι νέοι κοροιδεύετε, αλλά εγώ είμαι σε συνεχή επικοινωνία με το Θεό. Και θα προσευχηθώ για σένα, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου». Έφτασα στη Θεσσαλονίκη ένα ράκος.  Και εκεί έμαθα ότι παραλίγο να χάσω και τη γυναίκα μου και τον γιό μου. Τους πήρα στην αγκαλιά μου και τους έσφιξα σα χαμένος. Και μετά έμαθα την αλήθεια.  Η γυναίκα μου συνήλθε την ίδια ωρα περίπου με τον πατέρα μου. Σώθηκε η ζωή τους μέσα στα ίδια λεπτά.                                                  Όταν τελείωσαν όλα, αναζήτησα τον παππού.  Δεν απάντησε ποτέ στα επίμονα τηλεφωνήματά μου, ούτε με πήρε ποτέ τηλέφωνο. Όποτε βλέπω παλιό μπλέ BMW σταματάω να δω τον οδηγό, μήπως είναι ο παππούς,  η τρέχω σαν τρελός να τον προλάβω. Μάταια όμως. Και πιστεύω πως εκείνη την ώρα, που οι τρεις πολύτιμοι για μένα άνθρωποι χαροπάλευαν, εγώ συνάντησα το Θεό… Και με λυπήθηκε!!!

Υ.Γ:
Τον πατέρα μου τον χάσαμε τελικά μετά από 8 μήνες.
Πρόλαβε όμως και πήρε στην αγκαλιά του τον Κωστάκη μας. Παίξανε, τον τάισε, πήγανε και βόλτα.  Και έφυγε ευτυχισμένος.

Κυριάκος Διαμαντόπουλος, «Αγιορείτικο Βήμα»

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.